-
1 εμπολιτευω
1) тж. med.-pass. быть гражданиномοἱ ἐμπολιτεύοντες Thuc., οἱ ἐμπολιτευθέντες Isocr. и οἱ ἐμπολιτευόμενοι Polyb. — граждане;
τὸ ἐμπολιτεῦον Thuc. — городское население2) med. беседовать о политике(τινι Cic.)
1 εμπολιτευω
οἱ ἐμπολιτεύοντες Thuc., οἱ ἐμπολιτευθέντες Isocr. и οἱ ἐμπολιτευόμενοι Polyb. — граждане;
(τινι Cic.)